- φωτοηλεκτρικός
- -ή, -ό, Ν1. φυσ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα φαινόμενα τού φωτοηλεκτρισμού2. φρ. α) «φωτοηλεκτρικό κύτταρο»(ηλεκτρον.) όργανο αμφίδρομου μετασχηματισμού φωτεινής ενέργειας σε ηλεκτρική, που αξιοποιεί την ιδιότητα ορισμένων μετάλλων να απελευθερώνουν ηλεκτρόνια, όταν φωτίζονται, ή την ιδιότητα άλλων ουσιών να υπόκεινται σε μεταβολές τής ωμικής τους αντίστασης υπό την επίδραση τού φωτόςβ) «φωτοηλεκτρικό φαινόμενο»φυσ. φαινόμενο αλληλεπίδρασης μεταξύ ακτινοβολίας και ύλης, χαρακτηριζόμενο από την απορρόφηση φωτονίων και τη συνακόλουθη απελευθέρωση ηλεκτρονίων, φαινόμενο που βρίσκει πάμπολλες χρήσιμες εφαρμογές.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. photoelectrique < φωτ(ο)-* + ηλεκτρικός].
Dictionary of Greek. 2013.